- χαριτώνω
- χαριτῶ, -όω, Ν ΜΑ [χάρις, -ιτος](το θηλ. τής μτχ. παθ. παρακμ.) η κεχαριτωμένη(ως προσωνυμία τής Θεοτόκου) αυτή που είναι γεμάτη από θεία χάρη («χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία», ΚΔ)νεοελλ.1. (η μτχ. παθ. παρακμ.) χαριτωμένος, -η, -οα) αυτός που είναι γεμάτος χάρη, θελκτικός, όμορφος («χαριτωμένο κορίτσι»)β) κομψός και ευφυής («χαριτωμένο αστείο»)2. (το θηλ. τής μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) οι χαριτωμένες(λαογρ.) προσωνυμία τών νεράιδων σε ορισμένα μέρημσν.-αρχ.1. δείχνω εύνοια σε κάποιον2. χαρίτοποιῶ*.
Dictionary of Greek. 2013.